- -ηθμος
- βλ. -θμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἠθμός — strainer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡθμός — strainer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηθμός — ο (AM ἠθμός, Α αττ. τ. ἡθμός) νεοελλ. 1. κάθε μέσον που χρησιμοποιείται για διήθηση, για στράγγισμα, για σούρωμα, διυλιστήριο, στραγγιστήρι, σουρωτήρι, φίλτρο 2. χημ. πορώδες σώμα διά μέσου τού οποίου διαβιβάζεται ένα ρευστό, προκειμένου να… … Dictionary of Greek
ηθμός — ο 1. σουρωτήρι, τρυπητό. 2. κάθε μέσο που χρησιμοποιείται στη διήθηση κάποιου υγρού: Το απορροφητικό χαρτί και το βαμβάκι χρησιμοποιούνται ως ηθμοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηθμός ή φίλτρο — Πορώδες σώμα (χαρτί, ύφασμα, στρώμα άμμου ή ξυλάνθρακα, πορώδης κεραμική ύλη κ.ά.) με τη βοήθεια του οποίου γίνεται η διήθηση (στράγγισμα, φιλτράρισμα). Για τις χημικές εργαστηριακές διηθήσεις χρησιμοποιείται κυρίως ο πτυχωτός η. από διηθητικό… … Dictionary of Greek
ἠθμοῖο — ἠθμός strainer masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθμοῖς — ἠθμός strainer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθμοί — ἠθμός strainer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθμοῦ — ἠθμός strainer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθμούς — ἠθμός strainer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)